αλληλαδέλφια

αλληλαδέλφια
τα единокровные или единоутробные братья

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλληλαδέλφια" в других словарях:

  • αλληλοπρόγονος — ο (Μ ἀλληλοπρόγονος) (Ν και αλληλοπρόγονο, το) συνήθως στον πληθ. τα ετεροθαλή αδέλφια, αυτά δηλ. που γεννήθηκαν από προηγούμενους γάμους ενός από τους συζύγους, αλληλαδέλφια, μηλαδέρφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + πρόγονος ή προγονός] …   Dictionary of Greek

  • ζηλαδέρφια — τα οι ετεροθαλείς αδελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλαδέλφια*, με σίγηση τού αρκτικού φων. α και τροπή τού λ σε ζ πιθ. από παρετυμολογική επίδραση τού ζήλεια / ζηλεύω βλ. και μηλαδέλφια] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»